- ενδέχομαι
- (AM ἐνδέχομαιΑ και ιων. τ. ἐνδέκομαι)1. απρόσ. ενδέχεταιείναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει»)2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενοςαυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά»)3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το ενδεχόμενο(ν)πιθανότατα, αυτό που μπορεί να συμβεί («για κάθε ενδεχόμενο»)αρχ.-μσν.ταιριάζει, πρέπειμσν.1. μπορώ2. είμαι υποχρεωμένοςαρχ.1. αναλαμβάνω2. αποδέχομαι, επιδοκιμάζω («ἐνδεξαμένου δέ τὸν λόγον καὶ ὁμολογήσαντος», Ηρόδ.)3. δίνω πίστη σε κάποιον, πιστεύω4. (για πράγμ.) επιτρέπω («ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχεται ἄλλως εἶναι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.